γένωμα
Смотреть что такое "γένωμα" в других словарях:
γίνωμα — και γένωμα, το 1. η ωρίμανση τών καρπών 2. ο χρόνος κατά τον οποίο γίνεται η ωρίμανση 3. η ζύμωση, το ανέβασμα τού ψωμιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γίνω, υποτ. τού αορ. Έγινα τού ρ. γίνομαι] … Dictionary of Greek